- φαλλοφορώ
- -έω, Αβλ. φαλληφορῶ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαλληφορώ — και φαλλοφορῶ, έω, Αγιορτάζω τα φαλληφόρια, περιφέρω τον φαλλό σε διονυσιακή τελετή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + φορῶ (< φόρος < φέρω). Το η τού τ. φαλληφορῶ, πιθ. αναλογικά προς το στεφανηφορῶ] … Dictionary of Greek